Χρόνια πολλά από το christofias-watch και την Επιτροπή για την Αποκατάσταση της Δημοκρατίας στην Κύπρο, στο μεγάλο Αγωνιστή Βάσο Λυσσαρίδη.
Στον Ηγέτη της Αντίστασης του Κυπριακού Ελληνισμού.
Τη μεγαλύτερη εν ζωή προσωπικότητα του σύγχρονου Ελληνισμού.
Καλά 89 μεγάλε μας Ηγέτη! Δε θα σου πούμε να τα εκατοστήσεις, αλλά να πας ακόμη πιο πέρα. Και να είσαι γερός, δυνατός και διαυγής!
Αν ξαναγράψεις Προκήδειο και τέτοια παλιοποιήματα, όπως έκανες πριν λίγες μέρες, η Επιτροπή σε πλήρη απαρτία, θα ξεκινήσει διαμαρτυρία έξω από το σπίτι σου.
Πιο κάτω ακολουθεί ένα ποίημα του Βάσου Λυσσαρίδη, από τα αγαπημένα του ιδίου.
O γέρο Μίχαλος
Μες το κατακαλότζιαιρον που χόχλαζεν το χώμαν
τζ’ η Μεσαρκά σκουλλίστητζιεν καπνούς
θερκά τζιαί βρώμαν,
φουρτούνες μαύρες, σίφουνες, βροντές, στραπές
τζιαί κλάμαν.
Βρέσιει στη Μιάν Μηλιάν στρατούς
τζιαί στην Τζιερύνειαν κλάμα.
Στην Xώραν, μες τ’ αρκοντικά
τα δουλικά στιβάζουσιν μπαούλα
τζ’ οι τζιυβερνήτες χασιμιοί
εμείναν μόνον οι ποριψυμιοί.
Oι Τούρτσιοι στον Γερόλακκον σφάζουν, βιάζουν,
τραουδούν τζιαί παίζουσιν νταούλια.
Tζιείνοι που κάψαν το προεδρικόν
τζιαί που στρατέψαν το κακόν
πας τα βουνά εξέησαν
μπακκίραν εν διούσιν.
Κλέφτουν, φωνάζουν τζι’ αγροικούν
αν έρτει ο Τούρκος κατά δα,
να φύουν, να χαθούσιν.
O γέρο Μίχαλος μες το τσιατήριν μανιχός,
θυμάται το χωρκόν του.
Έφυεν τζι εν επρόλαβεν
να βάλει τον σταυρόν του.
Η Μαρικκού στην κλινιτζιήν με βλήμα
στο τζιεφάλιν.
Τζιαί σήμερα που το πορνόν καπάλιν.
Που το στρατίν εφάνητζεν γενάς με την πιστόλαν.
Ίντα που θέλει τούτος δα
οι Τούρτσιοι ένεν δαχαμαί
ινταν που βρέθηκε δαμαί,
λαλείς να τζιυνηά καμμιάν φτωσιήν ροκόλαν;
Γεια σου, ρε γέρο.
Του Μίχαλου εν τ’ άρεσε το μούτρον.
Γεια σου τζιαί σεν. Πώς ως δά;
Oι Τούρτσιοι ήρτασιν κοντά;
Για τούτον είσαι κατά δα;
Βρίξε τζι ήρτα για σέναν.
O ήλιος μισοπέθαινεν ζαβρά που την Τζιερύνειαν,
τζι ο γέρος αθθυμήθηκεν κυκλάμινα, σιερήνια
τον σιύλλον που εφάνηκεν την ώρα του φευκού
τζιαί τώρα εν νάνει νηστικός στην άκραν του χωρκού.
Tην Μαρικκούν στα νιάτα της στο φως του φεγγαρκού.
Ε γέρο, εποτζιυμήθηκες; Εσέναν συντυχάνω.
Λάλε, ίντα ξιστράτισες ως δα;
Άκου βρε γέρο, φέρε νουν στην τζιεφαλήν
ακούω πως εσήκωσες φωνήν
τζιαί μουρμουράς, τζιαί ξιτιμάζεις μας σικλίν.
Θωρείς τουν τη πιστόλαν; Eν να στην άψω στη σταμήν.
O γέρος ξαναστράφητζεν στον ήλιον που εχάθη
τζιαί μες τον νουν του γύρισεν στην Μαρικκού
τζιαί τζιειν το πρώτο τους φιλίν κρυφά στο μονοπάτιν
εσταζεν μέλιν ο Θεός.
Στο κάστρο ετζιοιμούνταν σιηλλιάδες γρόνια οι νεκροί
αρκόντοι, σκλάβοι, ντόπιοι τζ’ Ενετοί.
Τζ’ οι καμπανέλλες μουσική
τζ’ η θάλασσα αρκόντισσα
τζ’ η σκέψη χορτασμένη τζιαί γρουσή.
Άκουσες ίνταν πούπα;
O γέρος είδεν την πιστόλαν στην τζιοιλιάν του
τζιαί μισοαθυμήθηκεν το ματζιελιόν μες το χωρκόν
τζιαί την σταμήν που τα αίματα ελούζασιν την ρκαν του.
Ανάδοξεν του άσιημα. Έτρεμεν το κορμίν του.
Με τόναν σιέριν στο λαιμόν, με τ’ άλλον
τον ματζιέλλεψεν με το χοντρόν βερκίν του.
O ασιημοθκιάρτιστος γενάς ελούθηκεν τα κλάματα
τζιαί τζίτρινος σγιαν το τζιερίν
εκατρατζιύλησεν που το μαντρίν.
O Μίχαλος τσουλλόκατσεν πας τον γκρεμνόν.
Έτσ’ ήβραν τον Κυριακήν πουρνόν
αμίλητον, χλωμόν, στητόν, νεκρόν.
Εθάψαν τον οι χωρκανοί σαν ήθελε
πουκάτω στο δεντρόν
τζιαί γράψασιν στο μνήμαν του
τζιαί το δικόν του το γραφτόν.
Όπκιος τζιαί νάσαι που περνάς
Ξένε, δικέ, δκιαβάτη
παρακαλώ να μεν φύεις που τουν το μονοπάτι
πριχού να σιύψεις να μου πεις
αν εξαναγυρίσασιν οι χωρκανοί στην γην τους
ή αν ακόμα πολεμούν για την επιστροφήν τους.
Αν ένι τζ’ εξιχάσασιν μεν μου το πεις, χαρώ σε
Όμως κρυφά να τους το πεις,
ο Μίχαλος εν θέλει την εφτζιήν τους.
Πε μου τζιαί για την Μαρικκούν,
το σπίτι, το σιυλλίν μου
Αν εν τζ’ εφύαν τα Τουρτζιά, πολλά παρακαλώ σε,
βκάλε τα κόκκαλα μου που δαμαί
τζιαί θάφτα στην αυλή μου
τζιαί νάσιεις την εφτσιήν μου.
Τζ’ όντας πεθάνει η Μαρικκού,
φέρτε μου την κοντά μου
τζιαί το σιυλλίν μου πισωδκιόν
γυρέψτε το στον Αη Λιάν
πουκάτω που την τερατσιάν
τζι αν δεν το φάαν τα θερκά
φέρτε το συντροφκιάν μου.
Αν δεις παιδκιά τζι αγγόνια μου
πε τους με την εφτσιήν μου
αν έχουν λευτερκάν, καλά.
Αν όμως έχουσιν σκλαβιάν
να πολεμούν με την καρκιάν
τζιαι δος τους το βερκίν μου.
Αν τα μαντάτα σου εν καλά
ας έχουν την εφτσιήν μου
αν ένι τζ εξιχάσασιν,
πε τους το να το ξέρουν
μες τούν το μνήμαν πον στην προσφυγιάν
ούτε η ψυσιή μου εν ναβρεί ποστασιάν
ούτε τζιαί το κορμίν μου.
6 Σχόλια:
Ο "γενάς με την πιστόλα" στις μέρες μας ξυρίστηκε, αγόρασε λάπτοπ, άνοιξε μπλογκ και ονομάστηκε Άνευ Ορίων.
*Ιοσίλιος*
χα,χα,χα! Καλό ρε!!!
Τιμή μας που αναγιωθήκαμε πολιτικά με τα λόγια και τα έργα του Γιατρού.
Εγώ με την σειρά μου παιδιά θα σας παραθέσω την ευχή του Λάζαρου Μαύρου προς τον μεγάλο γιατρό όπως αυτή διατυπώθκε στην εφημερίδα "Σημερινή":
"Άμα οι σφαίρες από τις ριπές των Δολοφόνων των Ιδεών, καυτές τσουρούφλισαν σε κάποιες υποδιαιρέσεις χιλιοστών το σαρκίο σου, άμα το αίμα του Δολοφονημένου Συντρόφου ζεστό κοκκίνισε το πουκάμισό σου και κάτω από το λεπτό ύφασμα πορφύρωσε το στήθος σου και, άμα επί 35 χρόνια έκτοτε, ούτε καν διανοήθηκες «και μόνος και μετά πολλών» να υποστείλεις τις Ιδέες, είναι ποτέ δυνατόν η όποια Εκκλησία του Δήμου να θεωρήσει ότι ξεχρέωσες, επειδή χθες γιόρτασες τα 89 σου γενέθλια εφηβότερε των Ελλήνων Λυσσαρίδη; Χρόνια πολλά, Γιατρέ. "
Εύγε Γιατρέ! Μόνο ποτέ δεν θα σ'αφήσουμε.
ΝΑ ΖΗΣΕΙΣ ΓΙΑΤΡΕ ΜΟΥ, ΤΖΙΑΙ ΕΣΟΥ ΤΖΙΑΙ Ο ΜΑΝΤΕΛΛΑΣ ΣΟΥ!!
ΤΖΙΑΙ ΟΠΩΣ Ο ΜΑΝΤΕΛΛΑΣ ΕΝ ΕΔΕΧΤΕΙΝ ΤΟ ΑΠΠΑΡΤΧΑΪΤ, ΟΥΤΕ ΕΜΕΙΣ ΕΝ ΝΑ ΔΕΧΤΟΥΜΕ ΤΟ ΑΠΠΑΡΤΧΑΪΤ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΦΚΙΑ!!
Δημοσίευση σχολίου